Απόφαση διοικητικού πρωτοδικείου Αθηνών 8096/2017

Αναπομπή υπόθεσης σε Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Ο.Α.Ε.Ε. για νέα νόμιμη κρίση.

Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψη του ότι:

α) μετά από την έναρξη ισχύος του π.δ. 258/2005 (Καταστατικό του Ο.Α.Ε.Ε.), οι πρωτοβάθμιες και οι κατ’ έφεση επιλαμβανόμενες δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές έχουν πλέον, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη, την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνονται οριστικά και τελεσίδικα τόσο για το ποσοστό της υγειονομικής αναπηρίας (σωματικής – πνευματικής) όσο και για το ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας ασφαλισμένου του Ο.Α.Ε.Ε., ως προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης αναπηρίας,

β) οι σχετικές γνωματεύσεις – αποφάσεις των επιτροπών αυτών πρέπει να είναι έγγραφες και ειδικώς αιτιολογημένες, τόσο ως προς το ποσοστό υγειονομικής όσο και ως προς το ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας, μόνον δε εφόσον τούτες είναι πλήρως αιτιολογημένες, είναι δεσμευτικές κατ’ αρχάς για τα ασφαλιστικά όργανα του Ο.Α.Ε.Ε., περαιτέρω δε και για τα επιλαμβανόμενα στη συνέχεια, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά των αποφάσεων των οργάνων αυτών, διοικητικά δικαστήρια και

γ) η υπό κρίση 499/21-11-2008 γνωμάτευση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του Ο.Α.Ε.Ε., που προσέδωσε στον προσφεύγοντα ποσοστό ιατρικής και ασφαλιστικής αναπηρίας 45% και 60% αντίστοιχα για το επίδικο χρονικό διάστημα από 20-5-2008 έως 31-5-2009, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, καθώς δεν προσδιορίζει εάν ο προσφεύγων κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, εν όψει της βαρύτητας της πάθησης του, της φυσικής του κατάστασης, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τα χειρουργεία, διενεργηθείσες χημειοθεραπείες, την ήδη λαμβάνουσα φαρμακευτική αγωγή και τις τυχόν παρενέργειες και επιπτώσεις όλων αυτών στη σωματική και ψυχική του κατάσταση (π.χ. τυχόν ανάγκη τακτικής ανάπαυσης, εύκολη εξουθένωση, αυξημένο άγχος, κατάθλιψη κλπ.), σε συνδυασμό με την ηλικία του (62 ετών), μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του επαγγέλματος του υδραυλικού -εμπόρου υδραυλικών ειδών, το οποίο απαιτεί σωματική καταπόνηση, αντοχή, μυϊκή δύναμη, πολύωρη εργασία κι επιδεξιότητα ή άλλου παρεμφερούς, με βάση τις γραμματικές του γνώσεις, επαγγέλματος, έκρινε αναγκαίο να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να διατάξει, σύμφωνα με τα άρθρα 151 και 152 του Κ.Δ.Δ., τη συμπλήρωση των αποδείξεων με την επιμέλεια του καθ’ ου. Ειδικότερα, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στην οικεία Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Ο.Α.Ε.Ε., προκείμενου αυτή, αφού επανεκτιμήσει όλα τα ιατρικά στοιχεία του φακέλου και λάβει υπόψη της κάθε προσκομιζόμενο ενώπιον της ιατρικό στοιχείο, μη αρκούμενη απλώς και μόνο στο πόρισμα της κλινικής εξέτασης και αφού εκτιμήσει την επίδραση της πάθησης του εν λόγω ασφαλισμένου στη γενικότερη κατάσταση της υγείας του, να προβεί σε νέα πλήρως αιτιολογημένη γνωμάτευση, με την οποία να καθορίζει τις παθήσεις του προσφεύγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 20-5-2008 έως 31-5-2009 και το βάσει αυτών ποσοστό ιατρικής αναπηρίας του.

Περαιτέρω, να προσδιορίσει το ποσοστό της ασφαλιστικής αναπηρίας του προσφεύγοντος για το ίδιο χρονικό διάστημα, αφού λάβει υπόψη της:

α) το είδος, τη φύση, τα αίτια, τη διάρκεια, την έκταση και τη σοβαρότητα όλων των παθήσεων του, ιδίως δε τα κλινικά συμπτώματα των παθήσεων αυτών, συνδυαστικά εκτιμώμενων, καθώς και το συνολικό ποσοστό ανατομοφυσιολογικής βλάβης που του προσδίδουν κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο,

β) την επίδραση όλων των παθήσεων στο ασκούμενο επάγγελμα του (υδραυλικός – έμπορος υδραυλικών ειδών),

γ) την ηλικία του κατά τον κρίσιμο χρόνο (62 ετών) και την επίδραση αυτής στο ασκούμενο επάγγελμα του ή σε άλλο παρεμφερές επάγγελμα,

δ) τις γραμματικές γνώσεις που έχει και τη δυνατότητα της με βάση αυτές (σε συνδυασμό με τους προαναφερόμενους παράγοντες της υγείας και της ηλικίας) να ανεύρει και ασκήσει άλλη εργασία με ηπιότερη σωματική καταπόνηση, με συγκεκριμένη αφορά της ηπιότερης εργασίας, λαμβανομένων υπόψη και των υφιστάμενων συνθηκών εργασίας και των ευκαιριών απασχόλησης στην περιοχή όπου ζει αυτός, οι οποίες, κατά τα κοινώς γνωστά, είναι μειωμένες για άτομα μεγάλης ηλικίας και πάσχοντα, τα οποία δεν προτιμώνται στην αγορά εργασίας, καθόσον αδυνατούν να αντεπεξέλθουν πλήρως στις εργασιακές ανάγκες και

ε) τη δυνατότητα συνέχισης του επαγγέλματος του αφού ληφθούν υπόψη συνδυαστικά όλοι οι παραπάνω παράγοντες.

Scroll to Top